- ὀπάονι
- ὀπά̱ονι , ὀπάωνcomrademasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπάων — ὀπάων, ονος, ιων. τ. ὀπέων, ωνος ή ονος, ὁ (Α) 1. σύντροφος στον πόλεμο, συμπολεμιστής 2. υπασπιστής 3. ακόλουθος, θεράπων («οἵ τέ σφεων ὀπέονες ἀποπεμφθέντες... ἀποκεκληίατο ὑπὸ τῆς ἵππου», Ηρόδ.) 4. ως επίθ. αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος… … Dictionary of Greek